σοδεύω

σοδεύω
Ν
1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα
2. έχω ως εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση τού αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εσοδεύω — και σοδεύω και σοδιάζω [έσοδο] 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα …   Dictionary of Greek

  • σοδιάζω — Ν σοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση τού αρκτικού / i /] …   Dictionary of Greek

  • εσοδεύω — και σοδεύω 1. μαζεύω καρπούς και γεννήματα. 2. εισπράττω εισοδήματα (αντίθ. (ε)ξοδεύω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”